- χειλικόληκτος
- -η, -ο, Ν1. γραμμ. αυτός που λήγει σε χειλικό φθόγγο2. το ουδ. ως ουσ. τα χειλικόληκταγραμμ. γλωσσικά στοιχεία, λέξεις τών οποίων το θέμα λήγει σε χειλικό φθόγγο, όπως λ.χ. φόβ-ος, τρέφ-ω, κόπ-ος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.